- καταδυναστείας
- καταδυναστείᾱς , καταδυναστείαoppressionfem acc plκαταδυναστείᾱς , καταδυναστείαoppressionfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.